ακράδαντος

ακράδαντος
ος , ον непоколебимый, твёрдый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακράδαντος" в других словарях:

  • ἀκράδαντος — unshaken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακράδαντος — η, ο (Α ἀκράδαντος, ον) [κραδαίνω] αυτός που δεν κλονίζεται, άσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος …   Dictionary of Greek

  • ακράδαντος — η, ο ακλόνητος, σταθερός: Έχει ακράδαντη πεποίθηση πως τελικά θα πετύχει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκραδάντως — ἀκράδαντος unshaken adverbial ἀκράδαντος unshaken masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράδαντον — ἀκράδαντος unshaken masc/fem acc sg ἀκράδαντος unshaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραδάντους — ἀκράδαντος unshaken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκραδάντῳ — ἀκράδαντος unshaken masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράδαντα — ἀκράδαντος unshaken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράδαντοι — ἀκράδαντος unshaken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστυφέλικτος — ἀστυφέλικτος, ον (Α) [στυφελίζω] ο αδιάσειστος, ο ακράδαντος …   Dictionary of Greek

  • ατράνταχτος — η, ο·1. ακλόνητος, αμετακίνητος, στερεός 2. ακράδαντος, αδιάσειστος («ατράνταχτα επιχειρήματα») 3. (για πράγματα) τρανός, επιβλητικός, τεράστιος («ατράνταχτη προίκα, περιουσία») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»